Anonymous

ἐγκαταλέγω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οικοδομώ]], γʹ πληθ. Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐγκατελέγησαν</i>, οικοδομήθηκαν (μέσα στο [[τείχος]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπολογίζω]], [[συγκαταλέγω]], σε Λουκ.· [[στρατολογώ]] στρατιώτες, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐγκαταλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οικοδομώ]], γʹ πληθ. Παθ. αόρ. βʹ <i>ἐγκατελέγησαν</i>, οικοδομήθηκαν (μέσα στο [[τείχος]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπολογίζω]], [[συγκαταλέγω]], σε Λουκ.· [[στρατολογώ]] στρατιώτες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαταλέγω:''' <b class="num">1)</b> собирать, складывать, нагромождать (λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> причислять, относить (τέχνην τινὰ ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.);<br /><b class="num">3)</b> призывать на военную службу, зачислять в армию (τινά Anth.).
}}
}}