3,274,913
edits
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐνδύω]] και [[ἐνδύνω]]<br />Α και ἐνδυνῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] ενδύματα σε κάποιον, [[ντύνω]] κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με [[χλαμύδα]] κοκκίνην», «ἐνδύουσι [[τὤγαλμα]] τοῡ [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενδύομαι</i><br />[[φορώ]] τα ενδύματα ή τη [[στολή]] μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον [[πέπλον]]... ἐκεῑνος ἐνδύς»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δένω]] [[βιβλίο]], [[βιβλιοδετώ]], [[ντύνω]] το [[βιβλίο]], («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως [[ένδυμα]] («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επενδύω]], [[ξοδεύω]] σε [[αγορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] ορμητικά [[κάπου]] («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῑς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] («τοῡ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδύω]] διά τίνος» — [[γλιστρώ]], [[εισέρχομαι]] αθόρυβα. | |mltxt=(AM [[ἐνδύω]] και [[ἐνδύνω]]<br />Α και ἐνδυνῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] ενδύματα σε κάποιον, [[ντύνω]] κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με [[χλαμύδα]] κοκκίνην», «ἐνδύουσι [[τὤγαλμα]] τοῡ [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενδύομαι</i><br />[[φορώ]] τα ενδύματα ή τη [[στολή]] μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον [[πέπλον]]... ἐκεῑνος ἐνδύς»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δένω]] [[βιβλίο]], [[βιβλιοδετώ]], [[ντύνω]] το [[βιβλίο]], («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως [[ένδυμα]] («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επενδύω]], [[ξοδεύω]] σε [[αγορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] ορμητικά [[κάπου]] («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῑς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] («τοῡ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδύω]] διά τίνος» — [[γλιστρώ]], [[εισέρχομαι]] αθόρυβα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδύω:''' και -[[δύνω]][ῡ], με Μέσ. ἐνδύομαι, μέλ. -[[δύσομαι]], αόρ. αʹ <i>-ενεδυσάμην</i> και Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδυν</i>·<br /><b class="num">I.</b> με αιτ., [[μπαίνω]], [[εισέρχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ρούχα, φορώ, [[ντύνω]], Λατ. induere [[sibi]], <i>ἔνδυνε χιτῶνα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλον]], σε Σοφ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· παρακ. <i>ἐνδεδύκα</i>, φορώ χιτώνες, <i>κιθῶνας</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[υποκρίνομαι]], [[κοροϊδεύω]], [[παίρνω]] το ύφος κάποιου, [[προσλαμβάνω]] την [[έκφραση]] του, τον υποδύομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισχωρώ]], [[εισδύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἐνδ. εἰς..</i>., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., [[διεισδύω]], [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μτβ. σε ενεστ. [[ἐνδύω]], μέλ. <i>-δύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έδυσα</i>· Λατ. induere alicui, [[ντύνω]] κάποιον [[άλλο]], [[καλύπτω]], [[περιβάλλω]], [[σκεπάζω]] με ρούχα, με [[διπλή]] αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |