Anonymous

ἐνδύω: Difference between revisions

From LSJ
1,545 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδύω:''' και -[[δύνω]][ῡ], με Μέσ. ἐνδύομαι, μέλ. -[[δύσομαι]], αόρ. αʹ <i>-ενεδυσάμην</i> και Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδυν</i>·<br /><b class="num">I.</b> με αιτ., [[μπαίνω]], [[εισέρχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ρούχα, φορώ, [[ντύνω]], Λατ. induere [[sibi]], <i>ἔνδυνε χιτῶνα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλον]], σε Σοφ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· παρακ. <i>ἐνδεδύκα</i>, φορώ χιτώνες, <i>κιθῶνας</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[υποκρίνομαι]], [[κοροϊδεύω]], [[παίρνω]] το ύφος κάποιου, [[προσλαμβάνω]] την [[έκφραση]] του, τον υποδύομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισχωρώ]], [[εισδύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἐνδ. εἰς..</i>., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., [[διεισδύω]], [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μτβ. σε ενεστ. [[ἐνδύω]], μέλ. <i>-δύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έδυσα</i>· Λατ. induere alicui, [[ντύνω]] κάποιον [[άλλο]], [[καλύπτω]], [[περιβάλλω]], [[σκεπάζω]] με ρούχα, με [[διπλή]] αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐνδύω:''' και -[[δύνω]][ῡ], με Μέσ. ἐνδύομαι, μέλ. -[[δύσομαι]], αόρ. αʹ <i>-ενεδυσάμην</i> και Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδυν</i>·<br /><b class="num">I.</b> με αιτ., [[μπαίνω]], [[εισέρχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ρούχα, φορώ, [[ντύνω]], Λατ. induere [[sibi]], <i>ἔνδυνε χιτῶνα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλον]], σε Σοφ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· παρακ. <i>ἐνδεδύκα</i>, φορώ χιτώνες, <i>κιθῶνας</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[υποκρίνομαι]], [[κοροϊδεύω]], [[παίρνω]] το ύφος κάποιου, [[προσλαμβάνω]] την [[έκφραση]] του, τον υποδύομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισχωρώ]], [[εισδύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἐνδ. εἰς..</i>., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., [[διεισδύω]], [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μτβ. σε ενεστ. [[ἐνδύω]], μέλ. <i>-δύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έδυσα</i>· Λατ. induere alicui, [[ντύνω]] κάποιον [[άλλο]], [[καλύπτω]], [[περιβάλλω]], [[σκεπάζω]] με ρούχα, με [[διπλή]] αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδύω:''' (fut. ἐνδύσω, aor. 1 ἐνέδυσα; для неперех. aor. 2 [[ἐνέδυν]], pf. ἐνδέδυχα)<br /><b class="num">1)</b> одевать ([[ἄγαλμα]] τοῦ [[Διός]] Her.): ἐ. τινά τινι Batr. и τινά τι Arph., Xen. одевать кого-л. во что-л., надевать на кого-л. что-л.; med. одеваться (в), надевать на себя (χιτῶνα Hom.; [[πέπλον]] Soph.; [[ὅπλα]] Her.; στολήν Eur.; κροκωτόν Arph.; λεοντῆν Plat.; θώρακα Arst.): ἐνδεδυμένος [[ἔνδυμα]] γάμου NT одетый в брачную одежду;<br /><b class="num">2)</b> тж. med. проникать, входить (εἴς τι и εἴς τινα Her., Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., Plut., τι и τινά Plat. и τινί Xen., Plat., Plut.): ἐνδύεσθαι τῇ ψυχῇ Plut. заглянуть себе в душу, т. е. прислушаться к голосу своей совести;<br /><b class="num">3)</b> тж. med. брать на себя, предпринимать: ἐνδύεσθαι τοῖς πράγμασι Plut. захватить власть в свои руки; ἐνδυόμενος [[τόλμημα]] τηλικοῦτον Arph. отважившийся на подобное действие; ἐνέδυ εἰς ταύτην τὴν ἐπιμέλειαν Xen. он ревностно занялся этим вопросом.
}}
}}