ἐνθωρακίζω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθωρακίζω]] (Α)<br />[[ντύνω]] κάποιον με θώρακα.
|mltxt=[[ἐνθωρακίζω]] (Α)<br />[[ντύνω]] κάποιον με θώρακα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθωρᾱκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[οπλίζω]], [[εξοπλίζω]] κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἐντεθωρακισμένος</i>, αυτός που [[φορά]] [[πανοπλία]], [[ένοπλος]], αρματωμένος, σε Ξεν.
}}
}}