Anonymous

ἐνθωρακίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθωρᾱκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[οπλίζω]], [[εξοπλίζω]] κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἐντεθωρακισμένος</i>, αυτός που [[φορά]] [[πανοπλία]], [[ένοπλος]], αρματωμένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐνθωρᾱκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[οπλίζω]], [[εξοπλίζω]] κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἐντεθωρακισμένος</i>, αυτός που [[φορά]] [[πανοπλία]], [[ένοπλος]], αρματωμένος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθωρᾱκίζω:''' надевать броню: ἐντεθωρακισμένος Xen. одетый в броню.
}}
}}