ἐνίζω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐνίζω]] (AM) [[ίζω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], εγκαθίσταμαι [[κάπου]] («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» — ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται [[μέσα]] σε μαραμένο [[σώμα]] και [[ψυχή]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εγκαθιστώ]], [[εγκαθίζω]].———————— <b>(II)</b><br />(Α [[ἑνίζω]])<br />[[δέχομαι]] ότι μία [[είναι]] η [[αρχή]] του σύμπαντος, [[θεωρώ]] ότι ένα και ενιαίο [[είναι]] το παν, ότι τα [[πάντα]] στον κόσμο [[είναι]] [[κατά]] την [[ουσία]] τους ένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ένα αυτό [[καθαυτό]] ή ως ένα με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἑνίζειν τι τῇ διανοίᾳ», Πλωτ.)<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ένα, [[ενοποιώ]] («ἑνίζειν τὰς ἐμφύτους ἐννοίας», Πορφ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> επαναφέρομαι στην [[ενότητα]] από την οποία προήλθα («ἡ τριὰς ἑνίζεται», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]] σε ένα για τον εαυτό μου<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> ενώνομαι σε ένα, [[γίνομαι]] ένα [[μαζί]] με [[άλλο]] ή άλλα<br /><b>6.</b> α) (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνίζον</i><br />αυτό που ενεργεί [[ένωση]] δύο ή περισσότερων σε ένα<br />β) (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνιζόμενον</i><br />αυτό που υπάρχει στην [[ένωση]] ενός με [[άλλο]] ή άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐνίζω]] (AM) [[ίζω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], εγκαθίσταμαι [[κάπου]] («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» — ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται [[μέσα]] σε μαραμένο [[σώμα]] και [[ψυχή]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εγκαθιστώ]], [[εγκαθίζω]].———————— <b>(II)</b><br />(Α [[ἑνίζω]])<br />[[δέχομαι]] ότι μία [[είναι]] η [[αρχή]] του σύμπαντος, [[θεωρώ]] ότι ένα και ενιαίο [[είναι]] το παν, ότι τα [[πάντα]] στον κόσμο [[είναι]] [[κατά]] την [[ουσία]] τους ένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ένα αυτό [[καθαυτό]] ή ως ένα με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἑνίζειν τι τῇ διανοίᾳ», Πλωτ.)<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ένα, [[ενοποιώ]] («ἑνίζειν τὰς ἐμφύτους ἐννοίας», Πορφ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> επαναφέρομαι στην [[ενότητα]] από την οποία προήλθα («ἡ τριὰς ἑνίζεται», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]] σε ένα για τον εαυτό μου<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> ενώνομαι σε ένα, [[γίνομαι]] ένα [[μαζί]] με [[άλλο]] ή άλλα<br /><b>6.</b> α) (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνίζον</i><br />αυτό που ενεργεί [[ένωση]] δύο ή περισσότερων σε ένα<br />β) (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ἑνιζόμενον</i><br />αυτό που υπάρχει στην [[ένωση]] ενός με [[άλλο]] ή άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνίζω:''' [[καθίζω]] [[εντός]] ή πάνω σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., σε Πλάτ.
}}
}}