Anonymous

ἐνίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνίζω:''' [[καθίζω]] [[εντός]] ή πάνω σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐνίζω:''' [[καθίζω]] [[εντός]] ή πάνω σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνίζω:''' <b class="num">1)</b> восседать, сидеть (μουσεῖα καὶ θάκους Eur.);<br /><b class="num">2)</b> иметь местопребывание, находиться (ἀπηνθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει [[ἔρως]] Plat.).
}}
}}