3,274,159
edits
(13) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐπαυχένιος]], -ον) [[αυχήν]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[γύρω]] από τον αυχένα («[[ἐπαυχένιος]] [[ζυγός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ ἐπαυχένιον</i><br />[[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] που αποτελεί [[τμήμα]] της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου<br />β. <b>ναυτ.</b> <i>τὰ ἐπαυχένια</i><br />ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη [[θέση]] τους. | |mltxt=(Α [[ἐπαυχένιος]], -ον) [[αυχήν]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[γύρω]] από τον αυχένα («[[ἐπαυχένιος]] [[ζυγός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ ἐπαυχένιον</i><br />[[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] που αποτελεί [[τμήμα]] της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου<br />β. <b>ναυτ.</b> <i>τὰ ἐπαυχένια</i><br />ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη [[θέση]] τους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |