Anonymous

ἐπαυχένιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαυχένιος:''' давящий или сжимающий шею ([[ζυγόν]] Pind.; [[κυνάγχη]] Anth.).
}}
}}