ἐπίκαιρος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίκαιρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, [[έγκαιρος]] («επίκαιρη [[συζήτηση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]], ο [[σπουδαίος]], ο [[σημαντικός]] για κάποιο σκοπό («επίκαιρα [[σημεία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ενέργεια]]) [[καίριος]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. συνήθ. στον πληθ.) <i>τα επίκαιρα</i><br />τα νέα, τα πρόσφατα γεγονότα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει πλεονεκτήματα, [[πλεονεκτικός]] («τά ἐπίκαιρα φυλάττοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πάθος]]) αυθόρμητη [[έκρηξη]]<br /><b>3.</b> (με γεν.) ο [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («τρίποδ’ ἀμφίπυρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ’ ἐπίκαιρον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για μέρη του σώματος) [[καίριος]], [[ζωτικός]]<br /><b>5.</b> (για ζωή) [[αναγκαίος]]<br /><b>6.</b> (για τραύματα, πληγές) [[επικίνδυνος]]<br /><b>7.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]], [[προσωρινός]]<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βοηθά σε κατάλληλο χρόνο, σε ώρα ανάγκης («ἐσσὶ δ’ ἰατὴρ ἐπικαιρότατος», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικαίρως</i>, -<i>α</i><br /><b>1.</b> σε κατάλληλο καιρό, [[κατάλληλα]]<br /><b>2.</b> καίρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]] «κατάλληλη [[στιγμή]], [[ευκαιρία]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίκαιρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, [[έγκαιρος]] («επίκαιρη [[συζήτηση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]], ο [[σπουδαίος]], ο [[σημαντικός]] για κάποιο σκοπό («επίκαιρα [[σημεία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ενέργεια]]) [[καίριος]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. συνήθ. στον πληθ.) <i>τα επίκαιρα</i><br />τα νέα, τα πρόσφατα γεγονότα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει πλεονεκτήματα, [[πλεονεκτικός]] («τά ἐπίκαιρα φυλάττοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πάθος]]) αυθόρμητη [[έκρηξη]]<br /><b>3.</b> (με γεν.) ο [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («τρίποδ’ ἀμφίπυρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ’ ἐπίκαιρον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για μέρη του σώματος) [[καίριος]], [[ζωτικός]]<br /><b>5.</b> (για ζωή) [[αναγκαίος]]<br /><b>6.</b> (για τραύματα, πληγές) [[επικίνδυνος]]<br /><b>7.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]], [[προσωρινός]]<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βοηθά σε κατάλληλο χρόνο, σε ώρα ανάγκης («ἐσσὶ δ’ ἰατὴρ ἐπικαιρότατος», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικαίρως</i>, -<i>α</i><br /><b>1.</b> σε κατάλληλο καιρό, [[κατάλληλα]]<br /><b>2.</b> καίρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]] «κατάλληλη [[στιγμή]], [[ευκαιρία]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίκαιρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή [[τόπο]], [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] ἀποχρῆσθαι, το πιο [[πρόσφορο]], το [[πλέον]] κατάλληλο προς [[χρήση]], στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους [[τῶν]] τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν [[ἐπίκαιρος]], κατάλληλο για..., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέρη του σώματος, [[ζωτικός]], [[σπουδαίος]], σε Ξεν.
}}
}}