Anonymous

ἐπίκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίκαιρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή [[τόπο]], [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] ἀποχρῆσθαι, το πιο [[πρόσφορο]], το [[πλέον]] κατάλληλο προς [[χρήση]], στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους [[τῶν]] τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν [[ἐπίκαιρος]], κατάλληλο για..., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέρη του σώματος, [[ζωτικός]], [[σπουδαίος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίκαιρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή [[τόπο]], [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], σε Σοφ., Θουκ.· λέγεται για τόπους, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] ἀποχρῆσθαι, το πιο [[πρόσφορο]], το [[πλέον]] κατάλληλο προς [[χρήση]], στον ίδ.· τοὺς ἐπικαίρους [[τῶν]] τόπων, σε Δημ.· επίσης, με γεν., λουτρῶν [[ἐπίκαιρος]], κατάλληλο για..., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μέρη του σώματος, [[ζωτικός]], [[σπουδαίος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίκαιρος:''' <b class="num">1)</b> удобный, выгодный ([[χωρίον]] Thuc.; [[τόπος]] Arst., Dem.): τὰ ἐπίκαιρα Xen. и οἱ ἐπίκαιροι τῶν τόπων Dem. (стратегически) выгодные позиции; ἐ. πρός τι Thuc. или ἐ. τινος Soph. подходящий, удобный, годный или полезный для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> важный, существенный ([[νίκη]] Thuc.; φυλακαί Xen.; [[προτείχισμα]] Plut.): τὰ ἐπίκαιρα καὶ συμφέροντα Soph. важные и полезные мероприятия;<br /><b class="num">3)</b> (тж. ἐ. τοῦ [[ζῆν]] Arst.) жизненно важный ([[ἥπατος]] [[φύσις]] Arst.): τὸ ἐπικαιρότατον Xen. наиболее важный (для жизни) участок тела;<br /><b class="num">4)</b> опытный, сведущий ([[ἰατήρ]] Pind.).
}}
}}