καταβρώθω: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(19)
(5)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβρώθω]] (Α)<br />[[κατατρώγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητικό σχηματισμό από τον παθ. αόρ. <i>κατ</i>-<i>ε</i>-<i>βρώ</i>-<i>θην</i> του <i>κατα</i>-<i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐ</i>-<i>κλώσ</i>-<i>θην</i>: [[κλώθω]].
|mltxt=[[καταβρώθω]] (Α)<br />[[κατατρώγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητικό σχηματισμό από τον παθ. αόρ. <i>κατ</i>-<i>ε</i>-<i>βρώ</i>-<i>θην</i> του <i>κατα</i>-<i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐ</i>-<i>κλώσ</i>-<i>θην</i>: [[κλώθω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβρώθω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[καταβιβρώσκω]], σε Βάβρ.
}}
}}

Latest revision as of 23:40, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

καταβρώθω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ καταβιβρώσκω, Βαβρ. μέρος 2. 67, 18· πρβλ. βεβρώθοις ἐν Ἰλ. Δ. 35.

Greek Monolingual

καταβρώθω (Α)
κατατρώγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητικό σχηματισμό από τον παθ. αόρ. κατ-ε-βρώ-θην του κατα-βι-βρώ-σκω κατά το σχήμα -κλώσ-θην: κλώθω.

Greek Monotonic

καταβρώθω: μεταγεν. τύπος του καταβιβρώσκω, σε Βάβρ.