καταπλέκω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπλέκω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[πλέκω]])<br /><b>1.</b> [[πλέκω]] εντελώς, [[εμπλέκω]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>3.</b> (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., [[πλαταίνω]]<br /><b>4.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[περιπλέκω]] κάποιον σε [[κάτι]] [[κακό]] ή δυσάρεστο, τον [[μπερδεύω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> παρεμβάλλομαι, έχω παρεισφρήσει [[κάπου]]<br /><b>6.</b> (με δοτ. προσ.) [[φέρνω]] κάποιον σε αντιφάσεις, [[μπερδεύω]]<br /><b>7.</b> [[τελειώνω]] την [[πλοκή]], το [[πλέξιμο]], τη [[σύνθεση]]<br /><b>8.</b> <b>συνεκδ.</b> [[περατώνω]], [[τερματίζω]], [[τελειώνω]]<br /><b>9.</b> (στον παθ. αόρ.) <i>κατεπλάκην</i><br />αναστομώθηκα<br /><b>10.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>καταπεπλεγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[περιπεπλεγμένος]], [[περίπλοκος]] («[[πόλεμος]] καταπεπλεγμένος τῇ [[ποικιλία]]» — [[πόλεμος]] [[περίπλοκος]] στην [[ποικιλία]] τών γεγονότων, <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[καταπλέκω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[πλέκω]])<br /><b>1.</b> [[πλέκω]] εντελώς, [[εμπλέκω]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>3.</b> (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., [[πλαταίνω]]<br /><b>4.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[περιπλέκω]] κάποιον σε [[κάτι]] [[κακό]] ή δυσάρεστο, τον [[μπερδεύω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> παρεμβάλλομαι, έχω παρεισφρήσει [[κάπου]]<br /><b>6.</b> (με δοτ. προσ.) [[φέρνω]] κάποιον σε αντιφάσεις, [[μπερδεύω]]<br /><b>7.</b> [[τελειώνω]] την [[πλοκή]], το [[πλέξιμο]], τη [[σύνθεση]]<br /><b>8.</b> <b>συνεκδ.</b> [[περατώνω]], [[τερματίζω]], [[τελειώνω]]<br /><b>9.</b> (στον παθ. αόρ.) <i>κατεπλάκην</i><br />αναστομώθηκα<br /><b>10.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>καταπεπλεγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[περιπεπλεγμένος]], [[περίπλοκος]] («[[πόλεμος]] καταπεπλεγμένος τῇ [[ποικιλία]]» — [[πόλεμος]] [[περίπλοκος]] στην [[ποικιλία]] τών γεγονότων, <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εμπλέκω]], [[συμπλέκω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[εμπλέκω]], [[μπερδεύω]], [[ενοχοποιώ]], [[αναμειγνύω]], <i>κ. τινὰ προδοσίᾳ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σταματώ]] να [[πλέκω]]· μεταφ., [[φέρω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]], <i>τὴν ζόην</i>, <i>τὴν ῥῆσιν</i>, στον ίδ.
}}
}}