Anonymous

καταπλέκω: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> entortiller, enlacer, tresser ; <i>fig.</i> τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;<br /><b>2</b> achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέκω]].
|btext=<b>1</b> entortiller, enlacer, tresser ; <i>fig.</i> τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;<br /><b>2</b> achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπλέκω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[πλέκω]])<br /><b>1.</b> [[πλέκω]] εντελώς, [[εμπλέκω]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>3.</b> (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., [[πλαταίνω]]<br /><b>4.</b> (με δοτ. πράγμ.) [[περιπλέκω]] κάποιον σε [[κάτι]] [[κακό]] ή δυσάρεστο, τον [[μπερδεύω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> παρεμβάλλομαι, έχω παρεισφρήσει [[κάπου]]<br /><b>6.</b> (με δοτ. προσ.) [[φέρνω]] κάποιον σε αντιφάσεις, [[μπερδεύω]]<br /><b>7.</b> [[τελειώνω]] την [[πλοκή]], το [[πλέξιμο]], τη [[σύνθεση]]<br /><b>8.</b> <b>συνεκδ.</b> [[περατώνω]], [[τερματίζω]], [[τελειώνω]]<br /><b>9.</b> (στον παθ. αόρ.) <i>κατεπλάκην</i><br />αναστομώθηκα<br /><b>10.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>καταπεπλεγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[περιπεπλεγμένος]], [[περίπλοκος]] («[[πόλεμος]] καταπεπλεγμένος τῇ [[ποικιλία]]» — [[πόλεμος]] [[περίπλοκος]] στην [[ποικιλία]] τών γεγονότων, <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}