κατασχίζω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κατασκίζω]] (AM [[κατασχίζω]], Μ και [[κατασκίζω]])<br />[[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[κάνω]] κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[καταξεσκίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατασχίζομαι</i><br />κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ανοίγω]] [[κάτι]] διά της βίας, [[κατακόβω]], [[σπάζω]]<br /><b>2.</b> (και παθ.) <i>κατασχίζομαι</i><br />(για [[νεύρα]] ή φλέβες ή φύλλα) [[διακλαδίζομαι]].
|mltxt=και [[κατασκίζω]] (AM [[κατασχίζω]], Μ και [[κατασκίζω]])<br />[[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[κάνω]] κομμάτια, [[κατακομματιάζω]], [[καταξεσκίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατασχίζομαι</i><br />κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ανοίγω]] [[κάτι]] διά της βίας, [[κατακόβω]], [[σπάζω]]<br /><b>2.</b> (και παθ.) <i>κατασχίζομαι</i><br />(για [[νεύρα]] ή φλέβες ή φύλλα) [[διακλαδίζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασχίζω:''' μέλ. <i>-σχίσω</i>, [[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, [[κατακόπτω]], [[διαχωρίζω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ [[ῥάκος]], στον ίδ.· κατασχ. [[τὰς]] πύλας, τις [[ανοίγω]] βίαια, σε Ξεν.
}}
}}