κατασχίζω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχίζω Medium diacritics: κατασχίζω Low diacritics: κατασχίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: kataschízō Transliteration B: kataschizō Transliteration C: kataschizo Beta Code: katasxi/zw

English (LSJ)

fut. -σχίσω X.An.7.1.16:—cleave asunder, split, slit, Ar.V.239, cj. in Hp.Mochl.36 (Pass.); κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας, burst them open, X. l.c., D.21.79; tear, τοὺς χιτωνίσκους Phld.Ir.p.39 W.: —Med., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.Ra.405 (lyr.):—Pass., of nerves or veins, branch, Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.

French (Bailly abrégé)

briser, détruire, acc..
Étymologie: κατά, σχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σχίζω in tweeën splijten, verscheuren, openbreken:; κ. τὰς πύλας de poorten forceren Xen. An. 7.1.16; ook med.

Russian (Dvoretsky)

κατασχίζω:
1 раскалывать, разрубать (τὸν ὅλμον τῆς ἀρτοπώλιδος Arph.);
2 разламывать, взламывать (τὰς πύλας Xen.; τὰς θύρας Dem., Plut.; τὴν κιβωτόν Plut.);
3 med. раздирать, разрывать (τὸν σανδαλίσκον καὶ τὸ ῥάκος Arph.).

Greek Monolingual

και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω)
σχίζω κάτι εντελώς, το κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω
μσν.
μέσ. κατασχίζομαι
κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά της βίας, κατακόβω, σπάζω
2. (και παθ.) κατασχίζομαι
(για νεύρα ή φλέβες ή φύλλα) διακλαδίζομαι.

Greek Monotonic

κατασχίζω: μέλ. -σχίσω, σχίζω κάτι εντελώς, κατακόπτω, διαχωρίζω, σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ ῥάκος, στον ίδ.· κατασχ. τὰς πύλας, τις ανοίγω βίαια, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχίζω: μέλλ. -σχίσω, σχίζω τι ἐντελῶς, κατακόπτω, κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ ῥάκος Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· κατασχίζω τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.

Middle Liddell

fut. -σχίσω
to cleave asunder, split up, Ar.; Mid., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.; κατασχ. τὰς πύλας to burst them open, Xen.