κραταιγύαλος: Difference between revisions

5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταιγύαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, [[ισχυρός]] («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[γύαλον]] «[[ημιθωράκιο]]»].
|mltxt=[[κραταιγύαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, [[ισχυρός]] («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[γύαλον]] «[[ημιθωράκιο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταιγύᾰλος:''' -ον ([[γύαλον]]), αυτός που έχει ισχυρό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}