μακρηγορία: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[μακρηγορία]], Α δωρ. τ. μακραγορία) [[μακρηγορώ]]<br />[[μακρύς]], [[διεξοδικός]], [[εκτεταμένος]] [[λόγος]], [[μακρολογία]]. | |mltxt=η (AM [[μακρηγορία]], Α δωρ. τ. μακραγορία) [[μακρηγορώ]]<br />[[μακρύς]], [[διεξοδικός]], [[εκτεταμένος]] [[λόγος]], [[μακρολογία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακρηγορία:''' Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, [[πλήξη]] από [[μακρολογία]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. μακρᾱγ-, ἡ,
A long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.
Greek (Liddell-Scott)
μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.
Greek Monolingual
η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.
Greek Monotonic
μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.