μακρηγορία

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρηγορία Medium diacritics: μακρηγορία Low diacritics: μακρηγορία Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: makrēgoría Transliteration B: makrēgoria Transliteration C: makrigoria Beta Code: makrhgori/a

English (LSJ)

Dor. μακραγορία, ἡ, long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.

German (Pape)

ἡ, lange, weitschweifige Rede, Schol. Dion.Thr. 871.8. Bei Pind. P. 8.31, in dor. Form, μακραγορία.

Russian (Dvoretsky)

μακρηγορία: дор. μακρᾱγορίαпространная речь, многословие Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

Greek Monolingual

η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.

Greek Monotonic

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.

Middle Liddell

tediousness, Pind. [from μακρήγορος