3,274,504
edits
(23) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λῆδος]], δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος<br /><b>2.</b> φθαρμένο [[τριβώνιο]], [[χλαμύδα]], [[πανωφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. [[λῆνος]] «[[μαλλί]], έριον». Η [[σύνδεση]] ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της [[υπόσταση]]]. | |mltxt=[[λῆδος]], δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος<br /><b>2.</b> φθαρμένο [[τριβώνιο]], [[χλαμύδα]], [[πανωφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. [[λῆνος]] «[[μαλλί]], έριον». Η [[σύνδεση]] ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της [[υπόσταση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῆδος:''' Δωρ. λᾶδος, -εος, τό, φτηνό ή ελαφρύ καλοκαιρινό [[ένδυμα]], σε Αλκμάν. | |||
}} | }} |