Anonymous

λῆδος: Difference between revisions

From LSJ
628 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />ledum, <i>c.</i> [[λῆδον]].<br /><span class="bld">2</span>ους (τό) :<br />vêtement léger ; vêtement pauvre <i>ou</i> usé.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />ledum, <i>c.</i> [[λῆδον]].<br /><span class="bld">2</span>ους (τό) :<br />vêtement léger ; vêtement pauvre <i>ou</i> usé.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=[[λῆδος]], δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος<br /><b>2.</b> φθαρμένο [[τριβώνιο]], [[χλαμύδα]], [[πανωφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. [[λῆνος]] «[[μαλλί]], έριον». Η [[σύνδεση]] ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της [[υπόσταση]]].
}}
}}