μαίνη: Difference between revisions

183 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαίνη]])<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω <i>meni</i>, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. <i>menb</i>, λιθουαν. <i>menkė</i>, λεττον. <i>menza</i>). Έχει υποστηριχθεί [[επίσης]] ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. [[μαίνομαι]] δηλώνοντας ένα «τρελό» [[ψάρι]] που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μαινομένη]])].
|mltxt=η (Α [[μαίνη]])<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω <i>meni</i>, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. <i>menb</i>, λιθουαν. <i>menkė</i>, λεττον. <i>menza</i>). Έχει υποστηριχθεί [[επίσης]] ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. [[μαίνομαι]] δηλώνοντας ένα «τρελό» [[ψάρι]] που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μαινομένη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαίνη:''' ἡ, Λατ. [[maena]], μικρό θαλασσινό ψάρι όπως η [[ρέγγα]], το οποίο γινόταν παστό, σε Ανθ.
}}
}}