μελισσόβοτος: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὀ μελισσόβοτον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[μελισσοβότανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοτόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>, <i>μηλό</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=[[μελισσόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὀ μελισσόβοτον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[μελισσοβότανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοτόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>, <i>μηλό</i>-<i>βοτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελισσόβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που έχει βοσκηθεί από μέλισσες, σε Ανθ.
}}
}}