3,255,246
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελισσόβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που έχει βοσκηθεί από μέλισσες, σε Ανθ. | |lsmtext='''μελισσόβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που έχει βοσκηθεί από μέλισσες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελισσόβοτος:''' питающий пчел ([[Ἑλικών]] Anth.). | |||
}} | }} |