3,274,216
edits
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[μέσος]]); to be in the [[middle]], be [[midway]]: τῆς ἑορτῆς μεσούσης ([[where]] a [[few]] manuscripts μεσαζούσης (νυκτός μεσαζούσης, μεσούσης τῆς νυκτός, τῆς ἡμέρας, Ald., Complutensian); in Greek writings from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; θέρους μεσοῦντος, [[Thucydides]] 6,30). | |txtha=([[μέσος]]); to be in the [[middle]], be [[midway]]: τῆς ἑορτῆς μεσούσης ([[where]] a [[few]] manuscripts μεσαζούσης (νυκτός μεσαζούσης, μεσούσης τῆς νυκτός, τῆς ἡμέρας, Ald., Complutensian); in Greek writings from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; θέρους μεσοῦντος, [[Thucydides]] 6,30). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσόω:''' ([[μέσος]]), μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διαμορφώνω]] το [[μέσον]], βρίσκομαι μέσα ή στο [[κέντρο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρόνο, [[ἡμέρα]] μεσοῦσα, [[μεσημέρι]], σε Ηρόδ.· <i>θέρους μεσοῦντος</i>, στα μέσα του καλοκαιριού, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., βρίσκομαι στη [[μέση]], <i>τῆς ἀναβάσιος</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ., μεσῶν τὴν [[ἀρχήν]], στην [[αρχή]] (του χρόνου) της θητείας του, σε Αισχίν. | |||
}} | }} |