Anonymous

μεσόω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσόω:''' ([[μέσος]]), μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διαμορφώνω]] το [[μέσον]], βρίσκομαι μέσα ή στο [[κέντρο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρόνο, [[ἡμέρα]] μεσοῦσα, [[μεσημέρι]], σε Ηρόδ.· <i>θέρους μεσοῦντος</i>, στα μέσα του καλοκαιριού, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., βρίσκομαι στη [[μέση]], <i>τῆς ἀναβάσιος</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ., μεσῶν τὴν [[ἀρχήν]], στην [[αρχή]] (του χρόνου) της θητείας του, σε Αισχίν.
|lsmtext='''μεσόω:''' ([[μέσος]]), μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διαμορφώνω]] το [[μέσον]], βρίσκομαι μέσα ή στο [[κέντρο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για χρόνο, [[ἡμέρα]] μεσοῦσα, [[μεσημέρι]], σε Ηρόδ.· <i>θέρους μεσοῦντος</i>, στα μέσα του καλοκαιριού, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., βρίσκομαι στη [[μέση]], <i>τῆς ἀναβάσιος</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ., μεσῶν τὴν [[ἀρχήν]], στην [[αρχή]] (του χρόνου) της θητείας του, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόω:''' находиться в середине: [[ἡμέρα]] μεσοῦσα Her. полдень; θέρους μεσοῦντος Thuc. в середине лета; [[ἐπειδὴ]] τὸ [[δρᾶμα]] μεσοίη Arph. к середине драмы; ἐν ἀρχῇ [[πῆμα]] κοὐδέπω μεσοῖ Eur. страдание (Медеи) только началось, она еще и половины не выстрадала.
}}
}}