3,273,735
edits
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσημβριάζω]] και [[μεσημβρίζω]] και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) [[μεσημβρία]]<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] τη [[μεσημβρία]], [[περνώ]] το [[μεσημέρι]], αναπαύομαι [[κατά]] το [[μεσημέρι]] («[[ὥσπερ]] προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, [[μεσουρανώ]]. | |mltxt=[[μεσημβριάζω]] και [[μεσημβρίζω]] και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) [[μεσημβρία]]<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] τη [[μεσημβρία]], [[περνώ]] το [[μεσημέρι]], αναπαύομαι [[κατά]] το [[μεσημέρι]] («[[ὥσπερ]] προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, [[μεσουρανώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσημβρῐάζω:''' [[διέρχομαι]] το [[μεσημέρι]], Λατ. meridiari, <i>μεσημβριάζοντα εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] το [[μεσημέρι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |