3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσημβρῐάζω:''' [[διέρχομαι]] το [[μεσημέρι]], Λατ. meridiari, <i>μεσημβριάζοντα εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] το [[μεσημέρι]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μεσημβρῐάζω:''' [[διέρχομαι]] το [[μεσημέρι]], Λατ. meridiari, <i>μεσημβριάζοντα εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] το [[μεσημέρι]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσημβριάζω:''' предаваться полуденному отдыху (μεσημβριάζοντα εὕδειν Plat.). | |||
}} | }} |