μόνιμος: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιμος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παραμένει στον ίδιο [[τόπο]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει [[αμετάβλητος]], [[διαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[δημόσιο]] υπάλληλο) αυτός που ἔχει [[μονιμότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ἔκτακτο ή τον εποχικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρασί]]) αυτός που διατηρείται για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πιστός]], [[σίγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μόνιμον</i><br />α) η [[μονιμότητα]], η [[σταθερότητα]]<br />β) σταθερή [[κατοικία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονίμως</i> και <i>μόνιμα</i> (Α μονίμως)<br />με μόνιμο τρόπο, διαρκώς, [[σταθερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- της ρίζας <i>μεν</i>- του [[μένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μονή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νόμ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιμος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παραμένει στον ίδιο [[τόπο]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει [[αμετάβλητος]], [[διαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[δημόσιο]] υπάλληλο) αυτός που ἔχει [[μονιμότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ἔκτακτο ή τον εποχικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρασί]]) αυτός που διατηρείται για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πιστός]], [[σίγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μόνιμον</i><br />α) η [[μονιμότητα]], η [[σταθερότητα]]<br />β) σταθερή [[κατοικία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονίμως</i> και <i>μόνιμα</i> (Α μονίμως)<br />με μόνιμο τρόπο, διαρκώς, [[σταθερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- της ρίζας <i>μεν</i>- του [[μένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μονή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νόμ</i>-<i>ιμος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόνῐμος:''' -ον και -η, -ον ([[μονή]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που παραμένει στη [[θέση]] του, [[σταθερός]], [[καρτερικός]], σε Σοφ., Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, Λατ. [[statarius]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, καταστάσεις και παρόμοια, αυτός που παραμένει, [[μακροχρόνιος]], [[σταθερός]], Λατ. [[stabilis]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}