3,274,921
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μόνῐμος:''' -ον και -η, -ον ([[μονή]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που παραμένει στη [[θέση]] του, [[σταθερός]], [[καρτερικός]], σε Σοφ., Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, Λατ. [[statarius]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, καταστάσεις και παρόμοια, αυτός που παραμένει, [[μακροχρόνιος]], [[σταθερός]], Λατ. [[stabilis]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''μόνῐμος:''' -ον και -η, -ον ([[μονή]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που παραμένει στη [[θέση]] του, [[σταθερός]], [[καρτερικός]], σε Σοφ., Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, Λατ. [[statarius]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, καταστάσεις και παρόμοια, αυτός που παραμένει, [[μακροχρόνιος]], [[σταθερός]], Λατ. [[stabilis]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόνῐμος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> неподвижный, не меняющий своего местопребывания (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> стойкий, непоколебимый (ὁπλῖται Plat.);<br /><b class="num">3)</b> прочный, надежный ([[ὄλβος]] Eur.; [[κρηπίς]], [[πίστις]] Plat.; [[ἕξις]] Arst.). | |||
}} | }} |