νοσηματώδης: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσηματώδης]], -ῶδες (Α) [[νόσημα]]<br />[[νοσώδης]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματωδῶς</i> (Α)<br />με νοσηματώδη τρόπο.
|mltxt=[[νοσηματώδης]], -ῶδες (Α) [[νόσημα]]<br />[[νοσώδης]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματωδῶς</i> (Α)<br />με νοσηματώδη τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοσημᾰτώδης:''' -ες, = [[νοσώδης]], σε Αριστ.
}}
}}