νοσηματώδης
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
νοσηματῶδες, = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.
German (Pape)
ες, = νοσηματικός; Arist. Eth. 7.5, gen.an. 1.19; νοσηματωδῶς ἔχειν, eth. 7.6.
Russian (Dvoretsky)
νοσημᾰτώδης: болезненный, нездоровый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.
Greek Monolingual
νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.
Greek Monotonic
νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.