περιτείνω: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] και [[απλώνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιτείνομαι</i><br />α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ<br />β) (για [[νερό]]) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) καλύπτομαι [[ολόγυρα]] από [[κάτι]] που [[είναι]] τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», <b>Αριστοτ.</b>) δ) <b>ιατρ.</b> πρήζομαι, [[φουσκώνω]]<br />ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι [[σφιχτά]] («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι [[εἰσί]]» — τα νύχια [[είναι]] [[σφιχτά]] προσαρμοσμένα στα [[άκρα]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.
|mltxt=ΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] και [[απλώνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιτείνομαι</i><br />α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ<br />β) (για [[νερό]]) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) καλύπτομαι [[ολόγυρα]] από [[κάτι]] που [[είναι]] τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», <b>Αριστοτ.</b>) δ) <b>ιατρ.</b> πρήζομαι, [[φουσκώνω]]<br />ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι [[σφιχτά]] («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι [[εἰσί]]» — τα νύχια [[είναι]] [[σφιχτά]] προσαρμοσμένα στα [[άκρα]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] [[ολόγυρα]] ή πάνω από, σε Ηρόδ.
}}
}}