3,277,700
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] [[ολόγυρα]] ή πάνω από, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''περιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] [[ολόγυρα]] ή πάνω από, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιτείνω:''' (pass.: aor. περιετάθην, pf. περιτέταμαι) натягивать вокруг, обтягивать (διφθέρας τοῖς νομεῦσι, πίλους περὶ ξύλα Her.; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη Arst.). | |||
}} | }} |