Anonymous

περιτείνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] [[ολόγυρα]] ή πάνω από, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] [[ολόγυρα]] ή πάνω από, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιτείνω:''' (pass.: aor. περιετάθην, pf. περιτέταμαι) натягивать вокруг, обтягивать (διφθέρας τοῖς νομεῦσι, πίλους περὶ ξύλα Her.; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη Arst.).
}}
}}