περιτρομέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> περιτρέμω;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιτρομέομαι-οῦμαι (<i>impf. 3ᵉ pl. épq.</i> περιτρομέοντο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρόμος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> περιτρέμω;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιτρομέομαι-οῦμαι (<i>impf. 3ᵉ pl. épq.</i> περιτρομέοντο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιτρομέω:''' = [[περιτρέμω]] — Μέσ., <i>σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν</i>, οι σάρκες του έτρεμαν πάνω στα [[μέλη]] του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}