περιτρομέω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
tremble, Q.S.13.184,al.: c. acc., tremble at, θῆρα, ὁμοκλήν, Id.3.182,364: c. gen., tremble by reason of, ὑετοῖο, ὠδίνων, Arat.861, Opp.H.4.194: c. dat., tremble for, ib.1.293,4.202:—Med., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the flesh crept on his limbs, Od.18.77: abs., Q.S.1.477.
German (Pape)
[Seite 597] = περιτρέμω, Qu. Sm. 3, 182. – Med., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, alles Fleisch zitterte rings an den Gliedern, Od. 18, 77.
French (Bailly abrégé)
περιτρομῶ :
c. περιτρέμω;
Moy. περιτρομέομαι, περιτρομοῦμαι (impf. 3ᵉ pl. épq. περιτρομέοντο) m. sign.
Étymologie: περί, τρόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτρομέω [περί, τρέμω] ep. imperf. 3. plur. περιτρομέοντο, meestal med. trillen van angst.
Greek Monotonic
περιτρομέω: = περιτρέμω — Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, οι σάρκες του έτρεμαν πάνω στα μέλη του, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρομέω: περιτρέμω, Κόϊντ. Σμ. 3.182, 364. ― Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, αἱ σάρκες αὐτοῦ ἔτρεμον περὶ τὰ μέλη του, Ὀδλ. Σ. 77· ― μετ’ αἰτ., Κόϊντ. Σμ. 3.182.
Middle Liddell
= περιτρέμω
Mid., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the flesh crept on his limbs, Od.