προσκατατάσσω: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[εξαρτώ]] ή [[προσαρτώ]] επί [[πλέον]], [[επισυνάπτω]] («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[προσκολλώ]] κάποιον σε [[κάτι]], [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[αφοσίωση]] [[προς]] [[κάτι]] («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ ἑαυτόν», Αρρ.).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[εξαρτώ]] ή [[προσαρτώ]] επί [[πλέον]], [[επισυνάπτω]] («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῑνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[προσκολλώ]] κάποιον σε [[κάτι]], [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[αφοσίωση]] [[προς]] [[κάτι]] («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ ἑαυτόν», Αρρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκατατάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατατάσσω]], [[προσαρτώ]], [[επισυνάπτω]], σε Πολύβ.
}}
}}