προσκατατάσσω

English (LSJ)

A append, subjoin, Plb.3.20.1.
2 assign, τὸ γλυκὺ ὕδωρ τῇ γῇ Ph.1.31; τὸ ὑγρὸν τῷ αἰθέρι Corn.ND32.
3 attach, τῷ θεῷ ἑαυτόν Arr.Epict.4.1.98, cf. 89,91:—fut. Pass. τοὺς -τᾰγησομένους OGI56.27 (Canopus, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu ordnen; Cornut. 32; Pol. 3, 20, 1.

French (Bailly abrégé)

ranger en outre :
1 ajouter, acc.;
2 unir à, appliquer à, τινι.
Étymologie: πρός, κατατάσσω.

Russian (Dvoretsky)

προσκατατάσσω: атт. προσκατατάττω присоединять, включать (τοὺς λόγους Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκατατάσσω: κατατάσσω, προσαρτῶ, ἐπισυνάπτω, προσκολλῶ, Πολύβ. 3. 20, 1· ― πρ. ἑαυτόν τινι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1. 98, πρβλ. 89. 92, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 32.

Greek Monolingual

Α
1. κατατάσσω επί πλέον
2. εξαρτώ ή προσαρτώ επί πλέον, επισυνάπτω («εἰς τὴν φυλὴν ταύτην καταλεχθῆναι τοὺς δεῖνα καὶ τοὺς προσκαταταγησομένους», πάπ.)
3. προσκολλώ κάποιον σε κάτι, επιβάλλω σε κάποιον αφοσίωση προς κάτι («προσκατατάσσειν τῷ θεῷ ἑαυτόν», Αρρ.).

Greek Monotonic

προσκατατάσσω: μέλ. -ξω, κατατάσσω, προσαρτώ, επισυνάπτω, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ξω
to append, subjoin, Polyb.