σιτίον: Difference between revisions

1,155 bytes added ,  31 December 2018
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>d’ord. au plur.</i> τὰ σιτία;<br /><b>1</b> blé ; pain;<br /><b>2</b> aliment, nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>d’ord. au plur.</i> τὰ σιτία;<br /><b>1</b> blé ; pain;<br /><b>2</b> aliment, nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτίον:''' τό ([[σῖτος]]), κατά κανόνα στον πληθ. <i>[[σιτία]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κόκκος]] δημητριακού, [[σιτάρι]], [[σιτηρά]]· [[τροφή]] παρασκευασμένη από [[σιτάρι]], [[ψωμί]]· <i>ποιεῖσθαι [[σιτία]] ἀπὸ ὀλυρέων</i>, τρέφομαι με [[σίκαλη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[φαγητό]], τρόφιμα, προμήθειες, στον ίδ.· <i>[[σιτία]] ἡμερῶν τριῶν</i>, προμήθειες για [[τρεις]] ημέρες, λέγεται για στρατιώτες, σε Αριστοφ.· [[σιτία]] καὶ [[ποτά]], [[φαγητό]] και ποτό, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> <i>τἀν Πρυτανείῳ [[σιτία]]</i>, [[διατροφή]], [[σίτιση]] με δημόσια [[δαπάνη]] στο Πρυτανείο, σε Αριστοφ.· πρβλ. [[σίτησις]].<br /><b class="num">4.</b> [[σπανίως]], [[τροφή]] για σκύλους, σε Ξεν.
}}
}}