σιτίον

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτίον Medium diacritics: σιτίον Low diacritics: σιτίον Capitals: ΣΙΤΙΟΝ
Transliteration A: sitíon Transliteration B: sition Transliteration C: sition Beta Code: siti/on

English (LSJ)

τό, mostly in plural σιτία (sg. in Hp.Acut. (Sp.) 44, de Arte 10, VM6, Pl.R. 338d, Phdr.241c, and later Prose, as Archig. ap. Orib.8.1.15, Pythagorei ap.Plu.2.12f, Porph. Abst.1.27); only used in Prose and Comedy:
I grain, corn, ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία Pherecr.10.
II food made from grain, bread, τούτοισι δὲ (sc. ὀσπρίοισι) μὴ χρῆσθαι εἰ μὴ μετὰ σιτίων Hp.Acut. (Sp.) 47; ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία make bread from spelt, Hdt.2.36; σ. σφί ἐστι ἱρὰ πεσσόμενα ib.37.
2 generally, victuals, provisions for men, opp. χόρτος (fodder for cattle), Id.1.94,188, etc.; σιτί' ἡμερῶν τριῶν three days' provision, of soldiers, Ar.Ach.197, Pax 312, cf. Th.1.48, 3.1; σιτία καὶ ποτά food and drink, Pl.Grg. 490b: so in sg., X.An.1.10.18, etc.; ἐν τοῖς σιτίοις τε καὶ ὄψοις Pl.Prt. 334c; opp. ῥύφημα, Hp.Acut.13.
3 τἀν Πρυτανείῳ σιτία = public maintenance in the Prytaneum, Ar.Eq.709.
4 rarely, food for dogs, X.Cyn.7.11.
III faces, Ar.Ec.355.

German (Pape)

[Seite 885] τό, gew. plur. τὰ σιτία, 1) Speise von Weizen oder Getreide, Brot, oft bei Her., z. B. Αἰγύπτιοι ἀπὸ ὀλυρέων ποιέονται σιτία, 2, 36. – 2) übh. Speise, Kost, Nahrungsmittel, bes. für Menschen; σιτία τριῶν ἡμερῶν, Ar. Ach. 197; im Gegensatz von πώματα Plat. Legg. II, 659 e, von ποτά Prot. 334 a, von ὄψα c; Folgde. – 3) auch die öffentliche Beköstigung im Prytaneion, τἀν πρυτανείῳ σιτία, Ar. Equ. 706.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au plur. τὰ σιτία;
1 blé ; pain;
2 aliment, nourriture;
NT: ου (τὸ) provision de nourriture mesurée, ration de grain
σῖτος.
Étymologie: σῖτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτίον -ου, τό [σῖτος] meestal plur. brood; alg. voedsel:. ἀχράς τις ἐγκλῄσασ’ ἔχει τὰ σιτία een soort wilde peer blokkeert mijn spijsvertering Aristoph. Eccl. 355; σιτία καὶ ποτά vast en vloeibaar voedsel Plat. Grg. 490b.

Russian (Dvoretsky)

σῑτίον: τό (преимущ. pl.)
1 хлеб (ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων Her.);
2 продовольствие, пища (σιτία καὶ ποτά Plat.; σιτία ἡμέρων τριῶν Arph.);
3 питание, кормление (τὰ ἐν Πρυτανείῳ σιτία Arph.);
4 шутл. переваренная пища Arph.

Greek Monotonic

σῑτίον: τό (σῖτος), κατά κανόνα στον πληθ. σιτία·
1. κόκκος δημητριακού, σιτάρι, σιτηρά· τροφή παρασκευασμένη από σιτάρι, ψωμί· ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων, τρέφομαι με σίκαλη, σε Ηρόδ.
2. γενικά, φαγητό, τρόφιμα, προμήθειες, στον ίδ.· σιτία ἡμερῶν τριῶν, προμήθειες για τρεις ημέρες, λέγεται για στρατιώτες, σε Αριστοφ.· σιτία καὶ ποτά, φαγητό και ποτό, σε Πλάτ., Ξεν.
3. τἀν Πρυτανείῳ σιτία, διατροφή, σίτιση με δημόσια δαπάνη στο Πρυτανείο, σε Αριστοφ.· πρβλ. σίτησις.
4. σπανίως, τροφή για σκύλους, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτίον: τό, (σῖτος) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σιτία· (ὁ ἑνικ. παρ’ Ἱππ. 10. 33., 610. 10, Πλάτ. Πολ. 338C, Φαίδρ. 241C, καὶ παρά τινι μεταγεν. ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ. 2)· ἐν χρήσει μόνον παρὰ πεζογράφοις καὶ τοῖς κωμικοῖς· 1) κόκκος σίτου, σῖτος, «σιτάρι», ἤλουν ὄρθριαι τὰ σ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙ. τροφὴ ἐκ σίτου πεποιημένη, ἄρτος, σιτία.. μάλιστα μὲν τοὺς ἐκ πυρῶν ἄρτους λέγων Ἱππ. 404. 32· ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων, τρέφονται διὰ ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. ἀποζάω. 2) καθόλου, τροφή, τροφαί, ζωοτροφίαι δι’ ἀνθρώπους, ἀντίθετον τῷ χόρτος (τροφὴ διὰ τὰ κτήνη), ὁ αὐτ. 1. 94, 188, κτλ.· σιτί’ ἡμερῶν τριῶν, τροφὰς τριῶν ἡμερῶν, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 197, Εἰρ. 312, πρβλ. Θουκ. 1. 48., 3. 1· σιτία καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, Πλάτ. Γοργ. 490Β, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9· ἐν τοῖς σ. τε καὶ ποτά, Πλάτ. Γοργ. 490Β, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9· ἐν τοῖς σ. τε καὶ ὄψοις Πλάτ. Πρωτ. 334C· ἀντίθετ. τῷ ῥοφήματα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· πρβλ. σῖτος Ι. ἐν τέλ. 3) τὰν Πρυτανείῳ σιτία, ἡ δημοσίᾳ δαπάνῃ ἐν τῷ Πρυτανείῳ τροφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 709· πρβλ. σίτησις. 4) σπανίως τροφὴ διὰ τοὺς κύνας, Ξεν. Κυν. 7,11. ΙΙΙ. = σῖτος ΙΙΙ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 355. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτία· δαπάνημα, βρῶμα (σιτεία). σιτηρέσιον».

Middle Liddell

σῑτίον, ου, τό, σῖτος mostly in plural σιτία]
1. grain, corn: food made from grain, bread, ποιεῖσθαι σιτία ἀπὸ ὀλυρέων to feed off spelt, Hdt.
2. generally, food, victuals, provisions, Hdt.; σιτία ἡμερῶν τριῶν three days' provision, of soldiers, Ar.; σιτία καὶ ποτά meat and drink, Plat., Xen.
3. τἀν Πρυτανείῳ σιτία public maintenance in the Prytaneum, Ar.; cf. σίτησις.
4. rarely food for dogs, Xen.

Chinese

原文音譯:s‹toj 西拖士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:穀粒
字義溯源:穀類,麥子*,糧,糧食,子粒。比較: (κόκκος)=子粒
同源字:1) (ἀσιτία)禁食 2) (ἄσιτος)無食物的 3) (ἐπισιτισμός)糧食 4) (σιτευτός)餵飽了的 5) (σιτιστός)餵飽的 6) (σιτομέτριον)定量食糧 7) (σιτίον / σῖτος)榖類
出現次數:總共(15);太(4);可(1);路(4);約(1);徒(2);林前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 麥子(12) 太3:12; 太13:25; 太13:29; 太13:30; 路3:17; 路16:7; 路22:31; 約12:24; 徒27:38; 林前15:37; 啓6:6; 啓18:13;
2) 糧(1) 徒7:12;
3) 子粒(1) 可4:28;
4) 糧食(1) 路12:18