3,274,216
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σπουδαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σπουδαστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «το σπουδαστικό»<br />(στο [[παρελθόν]]) ειδική [[υπηρεσία]] της ασφάλειας που είχε ως κύρια [[αποστολή]] της την [[παρακολούθηση]] τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]], [[μεθοδικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπουδαστικῶς</i> Α<br />με ζήλο, με [[προθυμία]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[σπουδαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σπουδαστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «το σπουδαστικό»<br />(στο [[παρελθόν]]) ειδική [[υπηρεσία]] της ασφάλειας που είχε ως κύρια [[αποστολή]] της την [[παρακολούθηση]] τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]], [[μεθοδικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπουδαστικῶς</i> Α<br />με ζήλο, με [[προθυμία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπουδαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, [[πρόθυμος]], [[σοβαρός]], [[επιμελής]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |