σπουδαστικός

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστικός Medium diacritics: σπουδαστικός Low diacritics: σπουδαστικός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spoudastikós Transliteration B: spoudastikos Transliteration C: spoudastikos Beta Code: spoudastiko/s

English (LSJ)

σπουδαστική, σπουδαστικόν, zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R. 452e; σπουδαστικώτεροι Arist.Rh.1391a25. Adv. σπουδαστικῶς, ἔχειν Plu.2.613a.

German (Pape)

[Seite 925] eifrig, ernsthaft; Gegensatz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
grave, sérieux;
Cp. σπουδαστικώτερος.
Étymologie: σπουδάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] serieus, ernstig.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστικός: серьезный, основательный Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστικός: -ή, -όν, ζηλωτής, πρόθυμος, δραστήριος, ἀντίθετον τῷ φιλοπαίγμων, Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπουδαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σπουδαστός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές
2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό»
(στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία της ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας
αρχ.
πρόθυμος, μεθοδικός.
επίρρ...
σπουδαστικῶς Α
με ζήλο, με προθυμία.

Greek Monotonic

σπουδαστικός: -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, πρόθυμος, σοβαρός, επιμελής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σπουδαστικός, ή, όν [from σπουδαστής
zealous, earnest, serious, Plat.