σύμφρουρος: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> [[σύμπρουρος]], ὁ, Α<br />αυτός που φρουρεί [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φρουρός]]].
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> [[σύμπρουρος]], ὁ, Α<br />αυτός που φρουρεί [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φρουρός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμφρουρος:''' -ον ([[φρουρά]]), αυτός που φρουρεί από κοινού, [[μέλαθρον]] σύμφρουρον [[ἐμοί]], το δωμάτιό μου, που φυλάει [[σκοπιά]] μαζί μου, δηλ. στο οποίο [[παραμένω]] [[ξάγρυπνος]], σε Σοφ.
}}
}}