σύμφρουρος
English (LSJ)
σύμφρουρον,
A watching with, μέλαθρον ξύμφρουρον ἐμοί the chamber that keeps watch with me, i.e. in which I lie sleepless, S.Ph. 1453 (anap.).
II Thess. σύμφρουρος, ὁ, joint-φρουρός, Ἀρχ. Ἐφ. 1911.124 (Gonni); also σύμπρουρος, IG9(2).1058 (pl., Mopsium).
German (Pape)
[Seite 993] mit oder zugleich wachend, übertr., ὦ μέλαθρον ξύμφρουρον ἐμοί, Soph. Phil. 1439, wohl = das bei, mit mir aushält.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui veille avec, compagnon ou témoin de, τινι.
Étymologie: σύν, φρουρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμφρουρος -ον, Att. ook ξύμφρουρος [σύν, φρουρά] samen (met...) wacht houdend, met dat.
Russian (Dvoretsky)
σύμφρουρος: вместе стоящий на страже, т. е. служивший убежищем (μέλαθρον ξύμφρουρόν τινι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμφρουρος: -ον, ὁ φρουρῶν μετά τινος, χαῖρ’ ὦ μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί, χαῖρε, ὦ κατοικία μου, ἡ διελθοῦσα πολλὰς ἀγρύπνους μετ’ ἐμοῦ νύκτας, Σοφ. Φιλ. 1453.
Greek Monolingual
και σε επιγρ. σύμπρουρος, ὁ, Α
αυτός που φρουρεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φρουρός].
Greek Monotonic
σύμφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φρουρεί από κοινού, μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί, το δωμάτιό μου, που φυλάει σκοπιά μαζί μου, δηλ. στο οποίο παραμένω ξάγρυπνος, σε Σοφ.
Middle Liddell
σύμ-φρουρος, ον, φρουρά
watching with, μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί the chamber that keeps watch with me, i. e. in which I lie sleepless, Soph.