συντυγχάνω: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συντυχαίνω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συντυχαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έτῠχον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συναντώ]], [[συναπαντώ]], [[ανταμώνω]] κατά [[τύχη]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>οἱ συντυχόντες</i>, λέγεται για [[δύο]] πρόσωπα που συναντιούνται, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] <i>ὁ συντυχών</i> όπως ὁ [[τυχών]], ο [[πρώτος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] [[τυχών]], σε Ευρ.· <i>ὁ ἀεὶ ξυντυχών</i>, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, <i>τὸ συντυχόν</i>, το πρώτο [[τυχόν]], κοινό, σύνηθες, πρόστυχο, [[κακό]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] όπως το [[τυγχάνω]] με γεν., όπου η [[πρόθεση]] [[σύν]]- με κυριολεκτική [[σημασία]] συντυχὼν κακῶν [[ἀνδρῶν]], συναντώντας κακούς ανθρώπους από κοινού, μαζί, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τυχαία περιστατικά, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]]· τὰ συντυχόντα [[σφι]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[συμβαίνω]], [[αποβαίνω]]· <i>εὖ ξυντυχόντων</i>, εάν τα πράγματα έχουν ευτυχή [[κατάληξη]], σε Αισχύλ.· ὁ ξυντυχὼν [[κίνδυνος]], σε Θουκ.· απρόσ., <i>συνετύγχανε</i>, <i>συνέτυχε</i>, συνέβη, έτυχε να..., με απαρ., στον ίδ.
}}
}}