3,258,369
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έτῠχον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συναντώ]], [[συναπαντώ]], [[ανταμώνω]] κατά [[τύχη]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>οἱ συντυχόντες</i>, λέγεται για [[δύο]] πρόσωπα που συναντιούνται, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] <i>ὁ συντυχών</i> όπως ὁ [[τυχών]], ο [[πρώτος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] [[τυχών]], σε Ευρ.· <i>ὁ ἀεὶ ξυντυχών</i>, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, <i>τὸ συντυχόν</i>, το πρώτο [[τυχόν]], κοινό, σύνηθες, πρόστυχο, [[κακό]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] όπως το [[τυγχάνω]] με γεν., όπου η [[πρόθεση]] [[σύν]]- με κυριολεκτική [[σημασία]] συντυχὼν κακῶν [[ἀνδρῶν]], συναντώντας κακούς ανθρώπους από κοινού, μαζί, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τυχαία περιστατικά, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]]· τὰ συντυχόντα [[σφι]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[συμβαίνω]], [[αποβαίνω]]· <i>εὖ ξυντυχόντων</i>, εάν τα πράγματα έχουν ευτυχή [[κατάληξη]], σε Αισχύλ.· ὁ ξυντυχὼν [[κίνδυνος]], σε Θουκ.· απρόσ., <i>συνετύγχανε</i>, <i>συνέτυχε</i>, συνέβη, έτυχε να..., με απαρ., στον ίδ. | |lsmtext='''συντυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έτῠχον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συναντώ]], [[συναπαντώ]], [[ανταμώνω]] κατά [[τύχη]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>οἱ συντυχόντες</i>, λέγεται για [[δύο]] πρόσωπα που συναντιούνται, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] <i>ὁ συντυχών</i> όπως ὁ [[τυχών]], ο [[πρώτος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] [[τυχών]], σε Ευρ.· <i>ὁ ἀεὶ ξυντυχών</i>, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, <i>τὸ συντυχόν</i>, το πρώτο [[τυχόν]], κοινό, σύνηθες, πρόστυχο, [[κακό]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] όπως το [[τυγχάνω]] με γεν., όπου η [[πρόθεση]] [[σύν]]- με κυριολεκτική [[σημασία]] συντυχὼν κακῶν [[ἀνδρῶν]], συναντώντας κακούς ανθρώπους από κοινού, μαζί, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τυχαία περιστατικά, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]]· τὰ συντυχόντα [[σφι]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[συμβαίνω]], [[αποβαίνω]]· <i>εὖ ξυντυχόντων</i>, εάν τα πράγματα έχουν ευτυχή [[κατάληξη]], σε Αισχύλ.· ὁ ξυντυχὼν [[κίνδυνος]], σε Θουκ.· απρόσ., <i>συνετύγχανε</i>, <i>συνέτυχε</i>, συνέβη, έτυχε να..., με απαρ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-τυγχάνω, Att. ook ξυντυγχάνω samen-treffen van personen met personen toevallig ontmoeten, tegen het lijf lopen, tegenkomen met dat..; συντυχεῖν... οἱ ἰόντι ἐπὶ Κύζικον dat hij hem was tegengekomen op weg naar Cyzicus Hdt. 4.14.10; ook abs..; εἰ ὅμοιοί εἰσι οἱ συντυγχάνοντες of degenen die elkaar tegenkomen aan elkaar gelijk zijn Hdt. 1.134.2; subst.. ὁ δ ’ αἰεὶ ξυντυχὼν ἐπίσταται ieder die met hen te maken krijgt, weet dat Eur. Hec. 1182. met zaken treffen, stuiten op, geconfronteerd worden met. ἄλλον... οὔτιν ’... οἶδα... μοίρᾳ τοῦδ ’ ἐχθίονι συντυχόντα ik ken niemand anders die met een erger lot dan dat is geconfronteerd Soph. Ph. 682. van zaken (toevallig) samenkomen, in contact komen met dat..; γῆ... συντυγχάνουσα πυρὶ aarde die in contact komt met vuur Plat. Tim. 56d; ἡ σελήνη ξυντυχοῦσ ’ ἡμῖν nadat de maan ons had ontmoet Aristoph. Nub. 608; ook abs.. συντυχόντα τὰ μέρη als de delen zijn samengekomen Plat. Tim. 56d. zich voordoen, (toevallig) gebeuren; πᾶν τὸ συντυχὸν πάθος heel het leed dat was geschied Soph. Ai. 313; εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης wanneer de zaken goed zijn verlopen en de stad is gered Aeschl. Sept. 274; ook onpers. συντυγχάνει + acc. en inf. het gebeurt dat...; subst..; οὐ γὰρ τὸ συντυχὸν φαίνεταί μοι ἔργον εἶναι het lijkt me niet het eerste het beste kunstwerk Hdt. 1.51.3; mv. τὰ συντυχόντα de omstandigheden | |||
}} | }} |