ταινιόω: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ceindre de bandelettes, orner de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]].
|btext=-ῶ :<br />ceindre de bandelettes, orner de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταινιόω:''' μέλ. <i>ταινιώσω</i> ([[ταινία]]), [[δένω]] με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ.
}}
}}