3,274,921
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταινιόω:''' μέλ. <i>ταινιώσω</i> ([[ταινία]]), [[δένω]] με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ταινιόω:''' μέλ. <i>ταινιώσω</i> ([[ταινία]]), [[δένω]] με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταινιόω:''' украшать лентой, венчать головной повязкой (τινα Thuc., Xen.): ταινιοῦσθαι Arph. быть украшаемым лентами или надевать на себя ленты. | |||
}} | }} |