Anonymous

ταινιόω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταινιόω:''' μέλ. <i>ταινιώσω</i> ([[ταινία]]), [[δένω]] με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ταινιόω:''' μέλ. <i>ταινιώσω</i> ([[ταινία]]), [[δένω]] με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταινιόω:''' украшать лентой, венчать головной повязкой (τινα Thuc., Xen.): ταινιοῦσθαι Arph. быть украшаемым лентами или надевать на себя ленты.
}}
}}