τλητός: Difference between revisions

6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τλητικός]] («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) ([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπομείνει, [[υποφερτός]] («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>- / <i>τλᾶ</i>-(<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τλητικός]] («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) ([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπομείνει, [[υποφερτός]] («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>- / <i>τλᾶ</i>-(<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τλητός:''' -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *[[τλάω]]·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[υπομονετικός]], [[καρτερικός]], [[σταθερός]] στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με αρνήση, οὐ [[τλητός]], δεν είναι [[υποφερτός]], είναι [[ανυπόφορος]], σε Τραγ.
}}
}}