Anonymous

τλητός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τλητός:''' -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *[[τλάω]]·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[υπομονετικός]], [[καρτερικός]], [[σταθερός]] στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με αρνήση, οὐ [[τλητός]], δεν είναι [[υποφερτός]], είναι [[ανυπόφορος]], σε Τραγ.
|lsmtext='''τλητός:''' -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *[[τλάω]]·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[υπομονετικός]], [[καρτερικός]], [[σταθερός]] στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με αρνήση, οὐ [[τλητός]], δεν είναι [[υποφερτός]], είναι [[ανυπόφορος]], σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''τλητός:''' дор. [[τλατός|τλᾱτός]] 3 [adj. verb. к [[τλῆναι]]<br /><b class="num">1)</b> терпеливый, выносливый, стойкий ([[θυμός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выносимый: οὐ τ. Trag. невыносимый.
}}
}}